συρροῦν

συρροῦν
συρρέω
flow together
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
συρρέω
flow together
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύρρουν — συρρέω flow together imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) συρρέω flow together imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρρους — ουν, και οος, οον, Α αυτός που ρέει μαζί, αυτός που έχει κοινό ρου με άλλον («συμβαίνει δὲ τὴν λίμνην τῇ παρακείμενῃ θαλάσσῃ σύρρουν γεγονέναι», Πολ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύρρους α) συρροή β) χώρος στο μέσο στεγασμένων στοών στον οποίο έτρεχαν …   Dictionary of Greek

  • χειροποίητος — η, ο / χειροποίητος, ον, ΝΜΑ [χειροποιῶ] νεοελλ. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα») μσν. αρχ. κατασκευασμένος από ανθρώπινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”